υποφαινόμενος

υποφαινόμενος
η , ο[ν] :

ο υποφαινόμενος — а) нижеподписавшийся;

б) шутл, ваш покорный слуга

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "υποφαινόμενος" в других словарях:

  • υποφαινόμενος — η, ο 1. αυτός που υπογράφει σε έγγραφο, ο υπογραμμένος: Έλαβα ο υποφαινόμενος τρεις χιλιάδες ευρώ κτλ. 2. εγώ: Ποιος μίλησε; –Ο υποφαινόμενος (κατάχρηση στον προφορικό λόγο) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υποφαινόμενος — η, ο, Ν βλ. υποφαίνω …   Dictionary of Greek

  • ὑποφαινόμενος — ὑποφαίνω bring to light from under pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υποφαίνω — ὑποφαίνω ΝΑ [φαίνω] νεοελλ. (η μέσ. μτχ. ενεστ.) ο υποφαινόμενος, η υποφαινομένη α) αυτός που υπογράφει σε έγγραφο, ο υπογεγραμμένος («ο υποφαινόμενος... δηλώνω ότι...») β) (καταχρ. συν. ειρωνικά στον προφορικό λόγο) εγώ αρχ. 1. φανερώνω, κάνω να …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»